χορδοποιία

χορδοποιία
χορδοποιίᾱ , χορδοποιία
maker of strings
fem nom/voc/acc dual
χορδοποιίᾱ , χορδοποιία
maker of strings
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χορδοποιία — η, ΝΜΑ [χορδοποιός] η τέχνη και το επάγγελμα τού χορδοποιού νεοελλ. η βιομηχανία κατασκευής χορδών τών μουσικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • χορδοποιϊκός — ή, όν, Α [χορδοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορδοποιία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”